Η συμφωνία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών φαίνεται ότι δημιουργεί αντιδράσεις και στη Γερμανία. Μπορεί η επίσημη θέση της γερμανικής κυβέρνησης να βρίσκεται στον αντίποδα της τοποθέτησης των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Ουγγαρίας και της Αυστρίας, που θα μείνουν εκτός του συμφώνου το οποίο θα υπογραφεί στη σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί στο Μαρόκο στις 10 και 11 Δεκεμβρίου, ωστόσο δεν αποτελούν έκπληξη οι αντιδράσεις από το στρατόπεδο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Στο ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών γίνεται λόγος για “διασπορά παραπλανητικών πληροφοριών” από πλευράς της AfD που στοχεύει στην κινητοποίηση της κοινής γνώμης εναντίον της μη δεσμευτικής συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τον Ιούλιο τα μέλη του ΟΗΕ, εκτός των ΗΠΑ, αναφορικά με την διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, η οποία θα επικυρωθεί τον Δεκέμβριο.
H Εναλλακτική για τη Γερμανία κατηγορεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση ότι, συμμετέχοντας στο σύμφωνο “αποδέχεται την επιτάχυνση της μετανάστευσης και τον πολλαπλασιασμό των μεταναστευτικών ροών”, επιχείρημα που αντικρούει το υπουργείο Εξωτερικών το οποίο υπήρξε συναρμόδιο για την διαπραγμάτευσή του: “Είναι απολύτως αναξιόπιστος ο ισχυρισμός ότι μέσω του Συμφώνου θα αυξηθεί η μετανάστευση σε κάποια κράτη. Δεν είναι αυτός ο στόχος του”, ανακοινώθηκε από το υπουργείο, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες του ομίλου Redaktionsnetzwerk Deutschland. “Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας θα εγκρίνει -όπως προβλέπεται- το Σύμφωνο και θα παρέχει τη στήριξή της”, συνεχίζει στην ανακοίνωσή του το γερμανικό ΥΠΕΞ.
Πάντως, σκεπτικισμός φαίνεται να επικρατεί και σε άλλα κράτη αναφορικά με το Σύμφωνο. Χθες, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση της Βιέννης, και ο πρωθυπουργός της Τσεχίας, Αντρέι Μπάμπις, εξέφρασε τις επιφυλάξεις του, δηλώνοντας ότι δεν συμφωνεί με τις αποφάσεις του ΟΗΕ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο κοινοβούλιο της Πράγας, και ότι προτίθεται να προτείνει στους κυβερνητικούς του εταίρους υποχώρηση από το Σύμφωνο. Και η πολωνική κυβέρνηση θα εξετάσει εάν θα ακολουθήσει το παράδειγμα της Τσεχίας.
Δομίνα Διαμαντοπούλου