Επικεντρωμένο στα ευρωπαϊκά θέματα, όπως μας έχει συνηθίσει, είναι το σημερινό πρωτοσέλιδο του περιοδικού Politico, το οποίο φιλοξενεί και ανταπόκριση από την Αθήνα, της Νεκταρίας Σταμούλη, σχετικά με το σχέδιο του προϋπολογισμού του κυβερνώντος κόμματος, λέγοντας πως πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο, προσανατολισμένο να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη.
Το πρώτο θέμα που αναδεικνύει το περιοδικό είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Σουηδία με τον πρωθυπουργό Στέφαν Λόφβεν, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της χώρας πριν από τέσσερις μήνες και με δυσκολία πέρασε τον προϋπολογισμό. Σήμερα όμως η Σουηδία βλέπει την οικονομία της να επιβραδύνεται δραματικά, οι φόβοι για αύξηση της ανεργίας και η ενίσχυση των ακραίων φωνών στο εσωτερικό της χώρας με εκδηλώσεις ξενοφοβίας και εθνικισμού, δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ. Η προεκλογική υπόσχεση του Στέφν Λόφβεν να γίνει η Σουηδία η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ μέχρι το 2020 φαίνεται ουτοπικό όνειρο. Οι μεγαλύτερες απειλές για τη σουηδική οικονομία δεν προέρχονται από το εσωτερικό, αλλά από το εξωτερικό και είναι δύο: το Brexit και οι επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Στην γειτονική Δανία, η κυβέρνηση του Ρούτε έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή, από τη στιγμή που ο βουλευτής, τον οποίο απέπεμψε ο πρωθυπουργός από το κυβερνητικό Λαϊκό Κόμμα Ελευθερίας και Δημοκρατίας, δήλωσε πως θα παραμείνει ανεξάρτητος χωρίς να στηρίζει την κυβέρνηση. Πρόκειται για βουλευτή ο οποίος στις αρχές του καλοκαιριού συνελήφθη από την αστυνομία να οδηγεί σε κατάσταση μέθης και λίγο αργότερα διαπιστώθηκε πως έκανε ανακαίνιση του σπιτιού του χωρίς να έχει άδεια από τις πολεοδομικές υπηρεσίες.
Στην Μεγάλη Βρετανία, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σκωτίας απέρριψε αίτημα οπαδών του αντί-Brexit κινήματος, μεταξύ των οποίων ήταν και το Εθνικιστικό κόμμα, οι οποίοι ζητούσαν από τους δικαστές να υποχρεώσουν με απόφασή τους τον βρετανό πρωθυπουργό να ζητήσει παράταση για το brexit.
Το συριακό και η αλλοπρόσαλλη πολιτική του προέδρου Τραμπ στην περιοχή, είναι το κεντρικό θέμα, όπως ήταν φυσικό, των New York Times. Η εφημερίδα στο κύριο θέμα της επισημαίνει πως η απόφαση για απόσυρση, έστω και μερική, θα αφήσει απροστάτευτους τους Κούρδους, παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ στη Βόρεια Σύρια, οι οποίοι έκαναν πολλές θυσίες στον πόλεμο κατά του ISIS. Ο γερουσιαστής μάλιστα Μιτς Μακόνελ, δηλώσεις του οποίου η εφημερίδα φιλοξενεί στην πρώτη σελίδα δήλωσε πως η πολιτική του Τραμπ το μόνο που θα καταφέρει τελικά είναι να ενισχυθούν οι θέσεις της Ρωσίας και του Ιράν στην περιοχή και να βλαφτούν τα αμερικανικά συμφέροντα. Σε διπλανό δημοσίευμα, η εφημερίδα αναδεικνύει τη δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει το αμερικανικό Πεντάγωνο, το οποίο τώρα είναι υποχρεωμένο να ακροβατεί μεταξύ της πολιτικής του προέδρου Τραμπ και των παραδοσιακών του συμμάχων Κούρδων. Η εφημερίδα μάλιστα με ξεχωριστή ανάλυση, αναφέρεται στην εγκατάλειψη των Κούρδων, οι οποίοι τώρα πια μόνοι τους θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επιθετικότητα της Τουρκίας, τις αναβαθμισμένες λόγω ρωσικής υποστήριξης στρατιωτικής δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ αλλά και του ISIS, το οποίο κάθε άλλο παρά έχει εξαφανιστεί από τον χάρτη.
Η Washington Post έχει ένα ιδιαίτερα δηκτικό πρωτοσέλιδο τίτλο, σύμφωνα με τον οποίο, οι Κούρδοι θα πρέπει λόγω της προδοσίας των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν μόνοι τους το Ισλαμικό κράτος. Η εφημερίδα μάλιστα δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα ειδική ανάλυση με τίτλο: Ο Τραμπ πούλησε τους Κούρδους με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Και αυτή η εφημερίδα αναδεικνύει τους φόβους του γερουσιαστή Μιτς Μακόνελ για την αστάθεια που προκαλεί στην περιοχή αυτή η απόφαση του αμερικανού προέδρου.
Στα άλλα θέματα που προβάλει η εφημερίδα ξεχωριστή θέση κατέχει το ρεπορτάζ για την απόφαση τω Δημοκρατικών να προστατεύσουν την ταυτότητα του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος στην υπόθεση του ουκρανικού σκανδάλου. Στόχος αυτής της πολιτικής, είναι να εξουδετερωθούν οι προσπάθειες των Ρεπουμπλικανών να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του ενός ή περισσότερων μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, πράγμα που θα θέσει σε κίνδυνο όλη την προσπάθεια διερεύνησης της υπόθεσης και στην πρόταση μορφής κατά του Τραμπ.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και ένα άλλο θέμα, σύμφωνα με το οποίο το προσωπικό του αμερικανικού ΥΠΕΞ, αποκαρδιωμένο, ζητάει πλέον να μάθει το ρόλο που διαδραμάτισε ο πολιτικός του προϊστάμενος στην ουκρανική υπόθεση. Επισημαίνουν μάλιστα οι πηγές της εφημερίδας πως ο Πομπέο έχει εγκλωβιστεί ανάμεσα στους χειρισμούς του προέδρου και της θέσης του ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.
Η Wall Street Journal κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για μία τεράστια βλάβη στα αμερικανικά συμφέροντα, όχι μόνο στην περιοχή, αλλά γενικότερα, λόγω της απόφασης του Τραμπ να εγκαταλείψει τους συμμάχους των ΗΠΑ Κούρδους βορά στις ορέξεις του Ερντογάν.
Ένα εφετείο των ΗΠΑ διέταξε την εταιρεία που εκπροσωπεί και διαχειρίζεται τις φορολογικές υποθέσεις του προέδρου να καταθέσει αναθεωρημένες τις σχετικές φορολογικές δηλώσεις του για τα τελευταία οκτώ χρόνια, δίνοντας έτσι συνέχεια στην πολύκροτη αυτή υπόθεση.
Στο μεταξύ οι ΗΠΑ ενέταξαν άλλες 28 κινεζικές εταιρείες στην μαύρη λίστα των κυρώσεων, λόγω της στάσης και του ρόλου τους, τόσο στην καταστολή του κινήματος για δημοκρατικά δικαίωματα, όσο και στην καταπίεση των μουσουλμανικών κοινοτήτων στη χώρα.
Γενικότερα, τόσο ο αμερικανικός, όσο και ο ευρωπαϊκός Τύπος αντιμετωπίζει την απόφαση του Τραμπ με αισθήματα που κυμαίνονται από ακραία επιφυλακτικότητα και φτάνουν μέχρι την εχθρική στάση. Συγκεκριμένα, είναι κοινός τόπος πολλών αναλυτών και σχολιαστών πως Από την στιγμή που ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να αποχωρήσουν τα Αμερικανικά στρατεύματα από τη Βόρεια Συρία, άνοιξε τον δρόμο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογαν και τη Τουρκία, ώστε να κάνει την επιχείρηση που επιθυμούσε εδώ και πολύ καιρό. Εδώ και μήνες επιθυμούσε την περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του Ευφράτη και ελέγχει η κουρδική πολιτοφυλακή των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG), οργάνωση που πρωτοστάτησε στις μάχες κατά των τζιχαντιστών και είχε την υποστήριξη και την προστασία της Ουάσινγκτον. Για την Αγκυρα αυτό ήταν ένα «αγκάθι» το οποίο φαίνεται πως ξεπεράστηκε. Ωστόσο, αυτό κρύβει και ένα ρίσκο για τον Τούρκο Πρόεδρο, που είδε τον Τραμπ να αλλάζει εντελώς στάση και να απειλεί ευθέως την Τουρκία σε περίπτωση επέμβασης. Οι κουρδικές YPG ήταν η αιχμή του δόρατος στην επιχείρηση ενός διεθνούς συνασπισμού που επέτρεψαν την στρατιωτική ήττα της οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος. Οι Κούρδοι μαχητές υποστηρίχτηκαν από τις δυτικές χώρες. Αλλά για την Άγκυρα, οι YPG είναι μια «τρομοκρατική» οργάνωση», λόγω των στενών δεσμών τους με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (ΡΚΚ). Η Άγκυρα θέλει να δημιουργήσει μια «ζώνη ασφαλείας» στη βόρεια Συρία, η οποία θα επεκτείνεται σε βάθος 30 χλμ. μέσα στη Συρία και σε πλάτος 500 χλμ., από τον Ευφράτη και φτάνει έως τα ιρακινά σύνορα. Σήμερα, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν δήλωσε ότι αυτή η «περιοχή ασφαλείας» προορίζεται επίσης για την υποδοχή Σύρων προσφύγων στην Τουρκία, όπου υπάρχουν περισσότερα από τρία εκατομμύρια Σύροι οι οποίοι αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους μετά την έναρξη της σύγκρουσης. Κάτι που είχαν αναφέρει στην τριμερή συνάντηση με Γερμανία και Ελλάδα, για το μεταναστευτικό, μειώνοντας έτσι και τις ροές προς την Τουρκία. Η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τα στρατεύματα από την περιοχή, στην Τουρκία θεωρείται ως μια προσωπική διπλωματική νίκη επί του Τραμπ. Το ίδιο θωρούν και οι ίδιοι οι Αμερικανοί, με τον Στίβεν Κουκ, μέλος της αμερικανικής ομάδας προβληματισμού. «Η ανακοίνωση του Λευκού Οίκου είναι μια νίκη για τον Ερντογάν που εργάστηκε σκληρά για να τον πείσει», αναφέρει χαρακτηριστικά. Αυτό, κατά τους Τούρκους, είναι μια υποχώρηση των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, όπως αναφέρει στο Γαλλικό Πρακτορείο η Ζανά Ζαμπούρ, ειδική στην τουρκική εξωτερική πολιτική και καθηγήτρια στο Science Po Paris. «Αυτό είναι από μόνο του μια διπλωματική νίκη για τον Ερντογάν» συμπλήρωσε. Από το 2016, η Τουρκία είχε ήδη πραγματοποιήσει δύο επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία, στοχοθετώντας ταυτόχρονα το Ισλαμικό Κράτος και τις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού στην πρώτη, και αποκλειστικά τους Κούρδους μαχητές στη δεύτερη. Αλλά σε αντίθεση με τις δύο παρελθούσες επιχειρήσεις, αυτή που σχεδιάζει τώρα η Άγκυρα, στοχεύει την καρδιά των περιοχών που ελέγχονται από τους Κούρδους, οι οποίοι έχουν πολεμιστές οπλισμένους από την Ουάσινγκτον και σκληραγωγημένους από την εκστρατεία κατά του ΙΚ. Επιπλέον, η νέα επιχείρηση που σχεδιάζει η Άγκυρα, αφορά μια πολύ πιο μεγάλη περιοχή. Αυτό «θα δημιουργήσει οικονομικό κόστος, και δεν είναι βέβαιο ότι στο παρόν κλίμα ύφεσης στην Τουρκία, ότι η χώρα θα έχει τα μέσα», σημειώνει η Ζαμπούρ, τονίζοντας επίσης τον «κίνδυνο μιας αντίθεσης στο εσωτερικό από μια κοινή γνώμη που γίνεται όλο και πιο σκεπτικιστική όσον αφορά τη δέσμευση της χώρας της μέσα στο συριακό χάος». Οπως τονίζει μάλιστα «στην πραγματικότητα, η Άγκυρα θα είχε προτιμήσει μια συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη δημιουργία μιας ζώνης ασφαλείας στα σύνορα, ένα σενάριο που θα της είχε επιτρέψει να μοιραστεί το βάρος με την Ουάσινγκτον». Αυτό που απασχολεί τις ευρωπαϊκές χώρες, είναι οι υπήκοοι των οποίων πολέμησαν στις τάξεις του ΙΚ πριν να πιαστούν αιχμάλωτοι από τις κουρδικές δυνάμεις, κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης της τζιχαντιστικής οργάνωσης. Εδώ και εβδομάδες, ο Τραμπ πιέζει τις χώρες αυτές για τον επαναπατρισμό των φυλακισμένων στη Συρία υπηκόων τους φθάνοντας στο σημείο να απειλήσει ότι θα αφήσει ελεύθερους τους Ευρωπαίους τζιχαντιστές. «Η Τουρκία θα είναι τώρα υπεύθυνη για όλους τους μαχητές του ΙΚ εντός της ζώνης αυτής που πιάστηκαν αιχμάλωτοι τα δύο τελευταία χρόνια», ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος. Αλλά η ξαφνική ανακοίνωση του Τραμπ αφήνει να αιωρείται το ακανθώδες θέμα των όρων αυτής της μεταβίβασης των ευθυνών. Σήμερα ο Ερντογάν δήλωσε ότι η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα θα εργαστούν πάνω σε αυτό θέμα.
Με τον εύγλωττο τίτλο: Καταστροφή εν όψει, κυκλοφορεί το σημερινό φύλλο της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, το πρωτοσέλιδο της οποίας, όπως ήταν φυσικό, είναι αφιερωμένο στην απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από τη βόρεια Συρία και να εγκαταλείψει τους συμμάχους των ΗΠΑ Κούρδους. Η εφημερίδα φιλοξενεί, και αυτή, τις δηλώσεις δύο αμερικανών γερουσιαστών του Μιτς Μακόνελ και Λίντσει Γκράχαμ, οι οποίοι καταδίκασαν αυτή την απόφαση ως επιζήμια τόσο για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, όσο και για τη διεθνή εικόνα της χώρας. Τέλος, η εφημερίδα δημοσιεύει δηλώσεις ανώτατων Κούρδων αξιωματούχων, οι οποίοι προειδοποιούν για το επερχόμενο χάος στην περιοχή.
Η independent επικεντρώνει την προσοχή της σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, δημοσιεύοντας στο πρωτοσέλιδό της τις δηλώσεις της πρώην βουλευτού των Τόρις Χέιντι Άλεν, η οποία προσχώρησε στους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Σύμφωνα με την Άλεν, υπάρχουν άλλοι 20 βουλευτές των Τόρις έτοιμοι να αποχωρήσουν από το κόμμα, προκαλώντας ίσως την μεγαλύτερη διάσπασή του τις τελευταίες δεκαετίες.
Η εφημερίδα αναδεικνύει, επίσης, το σκάνδαλο της προσωπικής – πολιτικής ζωής του Τζόνσον, δημοσιεύοντας δηλώσεις της Τζένιφερ Άρκουρι, πως αισθάνεται προδομένη από τον βρετανό πρωθυπουργό που την εξέθεσε δημόσια και πως δεν είχε τύχει προνομιακής αντιμετώπισης λόγω της γνωριμίας του. Αρνείται δε η ίδια πως είχαν ερωτικό δεσμό.
Ο σχολιαστής όμως της εφημερίδας Τομ Πεκ, σε σχόλιο του, επικεντρώνει την προσοχή του πως στο εν λόγω σκάνδαλο δεν γίνεται λόγος για την Άρκουρι, αλλά για τον ίδιο τον βρετανό πρωθυπουργό και την ανάρμοστη συμπεριφορά του.
Οι Financial Times επικεντρώνουν την προσοχή τους σε δύο ζητήματα:
Α) την αντίδραση των Ρεπουμπλικανών στην απόφασή του προέδρου Τραμπ για απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από τη βόρεια Τουρκία
Β) και την εύθραυστη κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, η οποία δεν θα αντέξει το κόστος του πολέμου αλλά και της δημιουργίας της “υγειονομικής ζώνης” που επιθυμεί ο Ερντογάν στα σύνορα με τη Συρία.