Την ανησυχία του για την σπουδή που δείχνει η πολωνική κυβέρνηση να περάσει νομοσχέδιο που θα επιτρέπει την εξόρυξη άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εκφράζει με πρωτοσέλιδό του το περιοδικό Politico. Η απόφαση αυτή ελήφθη σε μία περίοδο έντονης ανησυχίας για την κλιματική αλλαγή, με εκατομμύρια ανθρώπους να λαμβάνουν μέρος σε διαδηλώσεις υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος. Την ίδια στιγμή, τόσο η πολωνική κυβέρνηση, όσο και κυβερνήσεις άλλων χωρών επικαλούνται τον ανταγωνισμό στην οικονομία που δέχονται από τις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε τέτοια ζητήματα.
Το δεύτερο μεγάλο θέμα που αναδεικνύει το περιοδικό είναι η απόρριψη της Γαλλίδας υποψηφίας επιτρόπου. Η Γκουλάρ, υποψήφια επίτροπος Βιομηχανίας, Άμυνας και Διαστημικής πολιτικής -που φέρεται να εμπλέκεται σε μια υπόθεση κακοδιαχείρισης κονδυλίων μέσα από εικονικές θέσεις εργασίας για συνεργάτες ευρωβουλευτών – δεν κατάφερε να πείσει ούτε κατά τη δεύτερη ακρόασή της με αποτέλεσμα να απορριφθεί με συντριπτική πλειοψηφία στη μυστική ψηφοφορία που έλαβε χώρα πριν από λίγο. 88 μέλη της αρμόδιας επιτροπής της Ευρωβουλής ψήφισαν κατά της Γκουλάρ, 29 ψήφισαν υπέρ της, ενώ υπήρξε και μία αποχή. Η υποψήφια του Μακρόν και πρώην υπουργός άμυνας της Γαλλίας, αντιμετώπιζε κατηγορίες ότι χρησιμοποίησε μια βοηθό της, που πλήρωνε το Ευρωκοινοβούλιο, στο πολιτικό της γραφείο στην πατρίδα της, αλλά οι ευρωβουλευτές την στρίμωξαν και για τη συνεργασία της με μια αμερικανική δεξαμενή σκέψης, αλλά και για το εύρος των αρμοδιοτήτων του χαρτοφυλακίου που επρόκειτο να αναλάβει. Στην κριτική εναντίον της πρωτοστάτησε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα με γερμανικά ΜΜΕ να αφήνουν να εννοηθεί ότι ίσως ο Μάνφρεντ Βέμπερ θέλησε να εκδικηθεί τον Εμανουέλ Μακρόν επειδή του έκοψε τον δρόμο για την προεδρία της Κομισιόν. Με την απόρριψη της Γκουλάρ, την οποία υποστήριζε η ομάδα των κεντρώων-φιλελευθέρων Renew Europe γίνονται τρεις οι υποψήφιοι που «κόβει» μέχρι στιγμής η Ευρωβουλή -και οι τρεις από τις τρεις μεγαλύτερες παρατάξεις της. Η Ρουμάνα υποψήφια Ροβάνα Πλουμπ, από τους Σοσιαλιστές και Δημοκράτες και ο Ούγγρος Λάζλο Τροτσάνι που είχε την υποστήριξη του ΕΛΚ απορρίφθηκαν από την επιτροπή Νομικών υποθέσεων του ευρωκοινοβουλίου.
Το περιοδικό επισημαίνει την καθυστέρηση του σχηματισμού του νέου συμβουλίου, πράγμα που πλήττει το κύρος της Ούρσουλα Βαν Ντερ Λάιεν, η οποία χθες δήλωσε πως θα πρέπει να επισπευσθούν οι διαδικασίες, ώστε να ξεκινήσει η θητεία των νέων μελών.
Για την τουρκική εισβολή στη Συρία, το περιοδικό δημοσιεύει ένα άρθρο, σύμφωνα με το οποίο από τη στιγμή που οι ΗΠΑ αποχωρούν από την περιοχή, η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να κρύβεται στη σκιά και να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες της ως μεγάλη, παγκόσμια δύναμη.
Αναφορικά με τις ΗΠΑ το περιοδικό αναφέρεται σε δύο θέματα: το πρώτο έχει σχέση με την αμερικανίδα διπλωμάτη η οποία προκάλεσε θανατηφόρο αυτοκινητιστικό ατύχημα στη Βρετανία και στη συνέχεια, επικαλούμενη την διπλωματική ασυλία, έφυγε στις ΗΠΑ, αρνούμενη να καταθέσει στην αστυνομία και το δεύτερο έχει σχέση με τη σύλληψη δύο πρώην σοβιετικών πολιτών, για παραβίαση του αμερικανικού νόμου περί χρηματοδοτήσεων των πολιτικών προσώπων και κομμάτων. Το ενδιαφέρον σημείο στην υπόθεση είναι και οι δύο ανήκουν στον κύκλο του Ρούντι Τζουλιάνι, ο οποίος βρίσκεται στο επίκεντρο του ουκρανικού σκανδάλου που φουντώνει μέρα με την ημέρα στις ΗΠΑ.
Το θέμα αυτό απασχολεί και το πρωτοσέλιδο των New York Times, η οποία συνδέει τους δύο άντρες με τις προσπάθειες συγκέντρωσης επιλήψιμων στοιχείων σε βάρος του πρώην αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν στην Ουκρανία, αλλά και άλλες χώρες, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην επικείμενη προεκλογική εκστρατεία των προεδρικών εκλογών του 2020. Καθοριστικό ρόλο, απ’ ότι φαίνεται σε αυτή την προσπάθεια έπαιξε ο επικεφαλής των νομικών συμβούλων του Τραμπ, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντι Τζουλιάνι, τον οποίο σε άλλο δημοσίευμά της η εφημερίδα τον εμπλέκει σε κρυφές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, προκειμένου να απελευθερωθεί πελάτης του, αμερικανικός υπήκοος, ο οποίος κατηγορείται για απάτες ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων που σχετίζονται με την παραβίαση των κυρώσεων κατά του Ιράν.
Στο μεταξύ ο πρόεδρος Τραμπ και πολλοί στενοί του συνεργάτες παρέλαβαν τις επίσημες κλήσεις για κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων, όπως μας πληροφορεί η εφημερίδα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι πολλοί στενοί συνεργάτες του Τζουλιάνι, αλλά και ο Ρικ Πέρρυ, πρώην γερουσιαστής των Ρεπουμπλικανών και νυν υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ.
Τέλος, ενδιαφέρον έχει και το σημείωμα σχετικά με τα χθεσινά βραβεία Νομπέλ και συγκεκριμένα εκείνο της Όλγας Τοκαρτσούκ από την Πολωνία. Η εφημερία επισημαίνει πως κάθε τέτοια βράβευση αποτελεί αφορμή για εορτασμούς στη χώρα καταγωγής του συγγραφέα που βραβεύεται. Η Τομαρτσούκ ωστόσο, βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής της κυβέρνησης της χώρας της, γεγονός που προκαλεί αμηχανία αν όχι εχθρότητα από την πλευρά της εξουσίας στο πρόσωπο του δημιουργού.
Η Washington Post με τη σειρά της, μοιράζει το ενδιαφέρον της στην πρώτη σελίδα σε δύο, συναφή μεταξύ τους θέματα: το πρώτο είναι η σύλληψη των δύο πρώην σοβιετικών πολιτών (ο ένας γεννήθηκε στην Ουκρανία και ο άλλος στη Λευκορωσία) για παράνομες χρηματοδοτήσεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος αλλά και για συγκέντρωση πληροφοριών κατά των Δημοκρατικών και, το δεύτερο, αφορά την προσπάθεια τεσσάρων τουλάχιστον ανώτατων αξιωματούχων να ασκήσουν πιέσεις στην Ουκρανία, πολύ πριν το επίμαχο τηλεφώνημα του Τραμπ στον Ζελέσκι στις 25 Ιουλίου φέτος. Σύμφωνα με την εφημερίδα, είχαν αρχίσει να εκφράζουν τις ανησυχίες τους ήδη από τον Μάιο, όταν ανακλήθηκε ξαφνικά στην Ουάσινγκτον η Αμερικανίδα πρεσβεύτρια στο Κίεβο, η Μαρί Γιοβάνοβιτς. Άλλες ανησυχητικές ενδείξεις, ειδικά όσα λέγονταν σε συναντήσεις στον Λευκό Οίκο, ώθησαν τους αξιωματούχους αυτούς να επικοινωνήσουν με τον νομικό σύμβουλο του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζον Άιζενμπεργκ, κατά το δημοσίευμα. Οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες τους εντάθηκαν ακόμη περισσότερο, όπως αναφέρει η εφημερίδα, μετά την 25η Ιουλίου και την τηλεφωνική συνδιάλεξη του προέδρου Τραμπ με τον Ουκρανό ομόλογό του, η οποία βρίσκεται στην καρδιά της έρευνας που διενεργείται ενόψει της ενδεχόμενης καθαίρεσης του δισεκατομμυριούχου Ρεπουμπλικάνου. Ο Ζελέζνι ωστόσο επιμένει πως δεν δέχτηκε πιέσεις. «Αυτή η συνομιλία προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε όσους την άκουσαν απευθείας — ήταν σαν να ήχησε συναγερμός», εξομολογήθηκε στην εφημερίδα μία από τις πηγές της, που μίλησε υπό τον όρο να μην κατονομαστεί. «Άνθρωποι ρώταγαν τι έπρεπε να κάνουν», συμπλήρωσε. Ο τότε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τζον Μπόλτον, που έχει στο μεταξύ απομακρυνθεί από τον θώκο, ήταν ανάμεσα σε εκείνους που εξέφρασαν ανησυχία αφού ενημερώθηκε από την ομάδα του, σύμφωνα με την εφημερίδα.
Η εφημερίδα όμως προχωράει σε μία ακόμη αποκάλυψη, δημοσιεύοντας ρεπορτάζ πως ο Τραμπ ασκούσε πιέσεις τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Ρεχξ Τίλερσον το 2017 προκειμένου ο δεύτερος να ασκήσει την επιρροή του στην Τουρκία για να απελευθερωθεί ο Αμερικανός έμπορος χρυσού Ρεζά Ζαράμπ που είχε συλληφθεί και ήταν πελάτης του Ρούντι Τζουλιάνι. Η εφημερίδα μάλιστα δημοσιεύει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ με τίτλο: Τουρκία, Ιράν, Χρυσός, Τζουλιάνι και Τραμπ: ένας οδηγός για την υπόθεση Ρεζά Ζαράμπ.
Ως προς την τουρκική επίθεση, η εφημερίδα αναφέρει πως ο Τραμπ, ο οποίος προσπαθεί να αναδιπλωθεί για την απόφασή του να εγκαταλείψει τους Κούρδους, είχε προειδοποιηθεί τόσο από τον Αμερικανό ΥΠΕΞ Μάικ Πομπέο, όσο και από τον αρχηγό του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων Μικ Μαλβανέι πως η πολιτική του απέναντι στον Ερντογάν θα έχει ως κατάληξη να βρεθεί “στριμωγμένος στη γωνία”, πράγμα που τελικά έγινε.
Η Wall Street Journal μοιράζει το ενδιαφέρον των προηγούμενων εκδόσεων σχετικά με τις συλλήψεις των δύο επιχειρηματιών που χρηματοδότησαν παράνομα το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο με τον ιρανοαμερικανό έμπορο χρυσού και το ρόλο του Ρούντι Τζουλιάνι.
Ωστόσο, στην πρώτη της σελίδα δημοσιεύει ένα ιδιαίτερο ανησυχητικό ρεπορτάζ για την ήττα των δύο αμερικανικών κολοσσών υψηλής τεχνολογίας, της Google και της Apple, οι οποίες υποχρεώθηκαν από το κινεζικό καθεστώς να αποσύρουν την εφαρμογή της δεύτερης από τις πλατφόρμες τους, η οποία βοηθούσε τους διαδηλωτές στο Χονγκ Κονγκ να εντοπίζουν τις κινήσεις της αστυνομίας. Στον αγώνα: δημοκρατία VS ολοκληρωτισμός και υψηλή τεχνολογία VS αστυνομοκρατία, το σκορ, δυστυχώς, είναι αρνητικό.
Η Guardian στην άλλη όχθη του Ατλαντικού ωκεανού, αφιερώνει το πρωτοσέλιδό της στις ΗΠΑ και στα θέματα που προκαλούν τρικυμίες στον υπόλοιπο κόσμο. Η εφημερίδα επιλέγει να αναδείξει το θέμα της εγκατάλειψης των Κούρδων από τον Τραμπ ως πιθανή αιτία να απωλέσει ο Αμερικανός πρόεδρος την υποστήριξη των Ευαγγελιστών στις ΗΠΑ.
Οι Αμερικανοί Ευαγγελιστές ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του Τραμπ όλα αυτά τα χρόνια, εγκρίνοντας ακόμη και τις πολιτικές του στο μεταναστευτικό ή την περικοπή των προγραμμάτων χορήγησης γευμάτων σε ευπαθείς ομάδες. Στο κουρδικό όμως έχουν εντελώς διαφορετική στάση, αφού θεωρούν πως οι Κούρδοι είναι οι μόνοι υπερασπιστές των χριστιανών της περιοχής, οι οποίοι βάλλονται από όλες τις πλευρές και υποφέρουν βάσανα απερίγραπτα. Επιπλέον, οι Ευαγγελιστές θεωρούν πως η τουρκική εισβολή στη Συρία θέτει σε κίνδυνο τις θρησκευτικές ελευθερίες στην περιοχή και πως η αμερικανική πολιτική θα πρέπει να είναι συνεπής ως προς την υπεράσπισή του σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Για το ίδιο θέμα, η εφημερίδα δημοσιεύει ένα αναλυτικό άρθρο για τους πραγματικούς φόβους του Ερντογάν στη συγκεκριμένη εποχή και περιοχή, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τις αντιδράσεις της Ρωσίας και του Ιράν, οι οποίοι είναι και οι πραγματικοί του ανταγωνιστές ως προς τις γεωπολιτικές δυναμικές που αναπτύσσονται στην περιοχή.
Η Independent αναδεικνύει στο πρωτοσέλιδο της μίας σειρά ζητημάτων που έχουν σχέση με το Brexit. Ένας υπουργός των Τόρις απειλεί με απελάσεις τους πολίτες της Ε.Ε. που ζουν στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ένας βουλευτής των Εργατικών “πυροβολεί” τον Τζέρεμι Κόρμπιν, ζητώντας νέο δημοψήφισμα και όχι εκλογές. Η εφημερίδα επισημαίνει πως η χθεσινή συνάντηση του Τζόνσον με τον Λίο Βαραντκάρ, τον πρωθυπουργό της Ιρλανδίας παρά τις όμορφες φωτογραφίες των δύο ηγετών να περπατούν σε μια αλέα, δεν κατέληξε σε θετικό αποτέλεσμα, το οποίο όμως και καταστροφικό μπορεί να το χαρακτηρίσει κανείς.
Στο πρωτοσέλιδο της όμως η εφημερίδα αναδεικνύει τη στάση του κόμματος του Brexit στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο ψήφισε εναντίον του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση της ρωσικής πολιτικής παραπληροφόρησης. Ο εκπρόσωπος του κόμματος, ο Νάιτζελ Φάρατζ δήλωσε πως θα καταψηφίσουν το σχέδιο για “την αντιμετώπιση της εξωτερικής παρέμβασης στην Ευρώπη”. Πρόκειται για την γνωστή υπηρεσία East StratCom Task Force, η οποία επικεντρώνει την δραστηριότητά της στον εντοπισμό των fake news και στην άμεση αποδόμησή τους, έτσι όπως αυτά προβάλλονται και διαχέονται από τα ρωσικά ΜΜΕ και τα φίλια προσκείμενα ευρωπαϊκά ΜΜΕ στην Ένωση.
Στον αντίποδα, ο ευρωβουλευτής των Φιλελεύθερων – Δημοκρατών Άντονι Χουκ, μέλος της επιτροπής Ατομικών Δικαιωμάτων του σώματος δήλωσε πως “μετά την απόπειρα δολοφονίας του Σκριπάλ, δημοσίευσε μέσω 138 αμφιλεγόμενων λογαριασμών στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, παραπληροφόρηση για την υπόθεση, προκειμένου να παραπλανήσει το βρετανικό κοινό” και πως είναι ακατανόητη η στάση του κόμματος του Brexit.
Η εφημερίδα επισημαίνει πως τον Ιούνιο το κόμμα του Brexit ελέγχθηκε για την νομιμότητα των 2,5 εκατομμυρίων λιρών που έλαβε ως χορηγίες και κατά πόσο νόμιμες ήταν οι πηγές αυτών των χρημάτων. Η ευρωπαϊκή εκλογική επιτροπή ανασυχεί πως η οργάνωση του κόμματος “είναι διάτρητη ως προς το θέμα της λήψης χορηγιών χωρίς τον έλεγχο των πηγών τους”.
Τον ίδιο μήνα, αξιωματούχοι της Ε.Ε., δήλωσαν πως η Ρωσία προσπάθησε να δυσφημίσει την Μάι στην πορεία προς τις ευρωεκλογές με επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και κυρίως, προώθησης ακραίων απόψεων. Η Ρωσία είχε αρνηθεί τις κατηγορίες.
Στη χθεσινή συνάντηση Τζόνσον – Βαραντκάρ αναφέρεται το πρωτοσέλιδο των Financial Times θέτοντας το ερώτημα: υπάρχει όντως περίπτωση συμφωνίας μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας και, προσθέτοντας: μήπως έχουμε ξανά μία ήττα της Βρετανίας και ένα κέρδος της Γαλλίας.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε πως Ιρλανδία κινδυνεύει να απολέσει πάνω από 70.000 θέσεις εργασίας τα επόμενα δύο χρόνια εάν βρεθεί αντιμέτωπη με «μη συντεταγμένο» Brexit «χωρίς συμφωνία». Αυτήν την προειδοποίηση κάνει η Κεντρική Τράπεζα της χώρας στο τεύχος του τριμηνιαίου δελτίου της που κυκλοφόρησε σήμερα. Στο δελτίο, οι αναλυτές της κάνουν προβλέψεις για την πορεία της ιρλανδικής οικονομίας βάσει των δύο εναλλακτικών σεναρίων ως προς την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ. «Σε περίπτωση μη συντεταγμένου Brexit χωρίς συμφωνία, οι σημαντικότεροι δίαυλοι μέσω των οποίων θα τρωθεί η οικονομία θα είναι τα σοκ στη συναλλαγματική ισοτιμία, στο εμπόριο, στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, που θα οδηγήσουν σε σημαντική επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών», τονίζεται.
Εάν η Βρετανία και η ΕΕ μπορέσουν να καταλήξουν σε συμφωνία, προβλέπεται ότι το ιρλανδικό ΑΕΠ θα αναπτυχθεί με ρυθμό 5% το 2019, 4,3% το 2020 και 3,9% το 2021. Ωστόσο, στην περίπτωση του λεγόμενου no-deal Brexit, η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας εκτιμά πως η ανάπτυξη θα περιοριστεί σε 4,7% το 2019, 0,8% το 2020 και 1,9% το 2021. Κατά τους αναλυτές της τράπεζας, θα χαθούν 73.000 θέσεις εργασίας ως τα τέλη του 2021 σε περίπτωση αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ χωρίς συμφωνία. Βάσει αυτού του σεναρίου, η ανεργία αναμένεται να αυξηθεί στο 5,8% το 2020 και στο 6,9% το 2021. Η δημοσίευση του τριμηνιαίου δελτίου ακολούθησε μια κοινή δήλωση του πρωθυπουργού της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον και του ομολόγου του της Ιρλανδίας Λίο Βαράντκαρ με την οποία διαβεβαίωσαν πως είναι διακριτός ένας «δρόμος προς μια πιθανή συμφωνία» όσον αφορά το Brexit. Οι δύο αρχηγοί κυβερνήσεων είπαν ότι είχαν «λεπτομερείς και εποικοδομητικές» συνομιλίες. Απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους ο Βαράντκαρ δήλωσε «απόλυτα πεπεισμένος» ότι τόσο το Δουβλίνο, όσο και το Λονδίνο θέλουν να εξευρεθεί συμφωνία και πρόσθεσε πως είναι ακόμη εφικτό να κλειστεί τέτοια ως την 31η Οκτωβρίου, την ημερομηνία που είναι προγραμματισμένο να γίνει η αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ.
Από τα υπόλοιπα θέματα του πρωτοσέλιδου, αξίζει να αναφέρουμε την επικείμενη συνάντηση του Τραμπ με τον κινέζο αντιπρόεδρο σε μια προσπάθεια αναζήτησης κοινού τόπου στον ακήρυχτο εμπορικό πόλεμο των δύο χωρών.
Η Ισπανία προτίθεται να αποσύρει τους αντιαεροπορικούς πυραύλους Patriot και τη μονάδα 150 οπλιτών που διατηρεί στη βάση Ιντσιρλίκ (σύνορα Τουρκίας-Συρίας) από τον Ιανουάριο του 2015, εάν η κατάσταση στην περιοχή επιδεινωθεί εξαιτίας της εισβολής δυνάμεων της Αγκυρας που επιχειρούν κατά των μαχητών των Κούρδων της Συρίας σύμφωνα με την ισπανική εφημερίδα El Pais. Οπως διευκρίνισε η υπουργός Αμυνας της Ισπανίας Μαργαρίτα Ρόβλες, αυτή «η αποστολή στην Τουρκία είναι του ΝΑΤΟ κι όχι της Ισπανίας». Διπλωματικές πηγές αναφέρουν εξάλλου στην El Pais πως η δέσμευση της Ισπανίας ούτως, ή άλλως, λήγει τον Δεκέμβριο, μολονότι υπήρχε σιωπηρή συνεννόηση για παράτασή της επί λίγους μήνες ακόμη. Μέσα στις επόμενες εβδομάδες η Μαδρίτη θα πρέπει να αποφασίσει για το εάν θα διατηρήσει τους στρατιώτες της, ή όχι.