Search

Βρετανία και Ευρώπη: Σελίδες από μια δύσκολη σχέση

221

Σήμερα Παρασκευή, 31 Ιανουαρίου, τα μεσάνυχτα στις Βρυξέλλες και ώρα 11 μ.μ. στο Λονδίνο, όλα θα έχουν τελειώσει. Οι χειρότεροι φόβοι των φιλοευρωπαίων στο Νησί και στην ηπειρωτική Ευρώπη θα έχουν επαληθευτεί. Στη διάρκεια της νύχτας, η βρετανική σημαία – The Union Jack – θα έχει υποσταλεί διακριτικά από τα κτίρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο και από την αντιπροσωπεία του Ηνωμένου Βασιλείου στην έδρα της ΕΕ.

Η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι γεγονός. Η σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου που μέχρι κυμάτιζε στο κτίριο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αύριο το πρωί θα έχει «μετακομίσει» στο διπλανό κτίριο, στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Ιστορίας.

Στο Λονδίνο, η συντηρητική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον προβάλλει το ιστορικό αυτό γεγονός ως την απαρχή μιας νέας εποχής. Απόψε στις 11 μ.μ. θα φωταγωγηθεί ειδικά το σπίτι στη Ντάουνινγκ Στριτ με το νούμερο 10 όπου βρίσκεται η επίσημη κατοικία του Βρετανού πρωθυπουργού. Ένα ρολόι αντίστροφης μέτρησης θα προβάλλεται πάνω στο κτίριο. Πολλά εμβληματικά μνημεία και κτίρια του Λονδίνου θα φωτιστούν στα χρώματα της βρετανικής σημαίας. Παράλληλα περίπου 3 εκατομμύρια κέρματα των 50 πενών θα τεθούν σε κυκλοφορία αμέσως σε όλη τη χώρα και επιπλέον 7 εκατομμύρια αργότερα μέσα στο έτος που θα φέρουν την επιγραφή – «Ειρήνη, ευημερία και φιλία με όλα τα έθνη» – και χαραγμένη την ημερομηνία, 31 Ιανουαρίου 2020. Ο Μπόρις Τζόνσον είναι ένας από τους πρώτους που θα λάβει ένα από αυτά τα νομίσματα. Οι υποστηρικτές του Brexit όλο χαρά οργανώνουν «πάρτι εξόδου». Από τις 9 μ.μ. τοπική ώρα θα αρχίσουν να συγκεντρώνονται στην Parliament Square , κοντά στο κοινοβούλιο, για να γιορτάσουν την ιστορική στιγμή. Ένας από τους βασικούς ομιλητές σε αυτή τη συγκέντρωση θα είναι και ο αρχηγός του Brexit Party, Νάιτζελ Φάρατζ. Στις 11 το βράδυ ακριβώς ξεκινάει το σόου με τα πυροτεχνήματα ενώ μέσα στους πανηγυρισμούς των Brexiteers στο μυαλό των φιλοευρωπαίων θα αιωρείται «ένα μεγάλο ΓΙΑΤΙ» : Γιατί τελικά το ενδεχόμενο της βρετανικής αποχώρησης έγινε πραγματικότητα;

H ένταξη στην Κοινή Αγορά: «Επιλογή και όχι αναγκαιότητα»

«Για τη Βρετανία η οικονομική ένωση με την Ευρώπη , σε αντίθεση με τη Γαλλία και τη Γερμανία, ήταν πάντα από την αρχή επιλογή και όχι αναγκαιότητα», σημειωσε στον αρχισυντάκτη του Observer (26/01) για ευρωπαϊκά θέματα Τόμπι Χελμ (Toby Helm) ο σερ Νάιτζελ Σέινουολντ ( Nigel Sheinwald), πρώην πρεσβευτής του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ και στην Ουάσινγκτον. Στον Βρετανό διπλωμάτη και σε όλους αυτούς που θα ήθελαν η εξέλιξη των σχέσεων του Λονδίνου με τις Βρυξέλλες να ήταν τελείως διαφορετική εγείρονται ερωτήματα που πολλές φορές είναι δύσκολο να απαντηθούν. Υπήρχε περίπτωση να ενσωματωθεί απόλυτα στην ενωμένη Ευρώπη η Μεγάλη Βρετανία με το αυτοκρατορικό της ένδοξο παρελθόν; Ο νικητής του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα μπορούσε ποτέ να συναινέσει με τη γερμανική οικονομική ηγεμονία στην Ευρώπη; Ποιες είναι οι ευθύνες της βρετανικής αλλά και της ευρωπαϊκής ηγεσίας για το χάσμα που σημειώθηκε σταδιακά στις σχέσεις των δύο μερών; Εάν το πολιτικό προσωπικό στο Λονδίνο και στις χώρες μέλη ήταν διαφορετικό πόσο εφικτή θα ήταν η γεφύρωση των διαφορών; Ήταν καλά ενημερωμένη η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές της Μάγχης για τα πραγματικά προβλήματα που ενίοτε τα τελευταία 47 χρόνια δηλητηρίαζαν τις σχέσεις της Βρετανίας με τους εταίρους της στην ΕΕ; Ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξαν τα μέσα μαζικής επικοινωνίας για την αποκαθήλωση αυτών των σχέσεων;

Ο σερ Νάιτζελ Σέινουολντ εκτιμά ότι διαδοχικές γενιές Βρετανών πολιτικών απέτυχαν να αναδείξουν τις νέες ευρωπαϊκές πραγματικότητες και να πείσουν τη μεγαλύτερη μερίδα του εκλογικού σώματος στο Ηνωμένο Βασίλειο για τα οφέλη από τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ. Προτίμησαν να συνεχίσουν να πολιτεύονται αδιαφορώντας για το ευρωπαϊκό όραμα, συμπορευόμενοι πολλές φορές με τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα μιας παραπληροφορημένης πατριωτικής πλειοψηφίας που για δεκαετίες ολόκληρες τα είχε καλλιεργήσει ένας εχθρικός στο σύνολο του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση βρετανικός τύπος. «Στις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008 -2009, στις λαϊκές διαμαρτυρίες κατά της παγκοσμιοποίησης και του κατεστημένου, στην αποτυχία της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ντέιβιντ Κάμερον και στον ευρωσκεπτικισμό του ηγέτη της αξιωματικής αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν θα πρέπει να αναζητηθεί το τελικό κτύπημα στις σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ» , υπογράμμισε στον Observer (26/01) ο Βρετανός διπλωμάτης.
Μάργκαρετ Θάτσερ : «Θέλω τα λεφτά μου πίσω».

Μετά την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ επί πρωθυπουργίας Έντουαρντ Χιθ το 1973 , διαδοχικοι Βρετανοί πρωθυπουργοί – η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Τζον Μέιτζορ, ο Τόνι Μπλερ και ο Γκόρντον Μπράουν – όλοι τους ανέλαβαν τη σκυτάλη της διακυβέρνησης της χώρας διακηρύσσοντας τον φιλοευρωπαϊσμό τους. Ακόμη και ο Ντέιβιντ Κάμερον είχε επιδιώξει η αντιευρωπαϊκή πτέρυγα των Τόρις να σταματήσει το σφυροκόπημα του «Διευθυντηρίου των Βρυξελλών». To 1975, πριν από το δημοψήφισμα της χρονιάς εκείνης το αποτέλεσμα του οποίου επικύρωσε την συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΟΚ, η Μάργκαρετ Θάτσερ στην ομιλία που είχε κάνει, απευθυνόμενη στα μέλη της Ευρωπαϊκής Ομάδας του Συντηρητικού κόμματος, με υπερηφάνεια είχε διατυπώσει τις φιλοευρωπαϊκές θέσεις της και είχε επικρίνει το κυβερνών Εργατικό κόμμα για τις συγκρουόμενες διχαστικές απόψεις στους κόλπους του αναφορικά με την Ευρώπη. «Είμαστε αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης» , είχε τονίσει η Θάτσερ. «Ο Μάικλ Φουτ και ο Τόνι Μπεν αλλά και ούτε κανένας άλλος θα μπορέσει ποτέ να μας βγάλει από την Ευρώπη, γιατί είμαστε στην Ευρώπη και σε αυτήν ανήκαμε πάντα» , είχε υπογραμμίσει η τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Βρετανία.

Αν και στο δημοψήφισμα του 1975 τάχθηκε φανατικά υπέρ της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας της, δέκα χρόνια αργότερα στη σύνοδο κορυφής του Φοντενεμπλό (Ιούνιος 1984) η Μάργκαρετ Θάτσερ «πάτησε πόδι» στις διαπραγματεύσεις. Υποστήριξε με σθένος ότι η Βρετανία ήταν «ριγμένη» από τους εταίρους της , καθώς το 70% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατευθυνόταν προς την ευρωπαϊκή γεωργία. Ο κλάδος, όμως, είναι σημαντικά λιγότερο ανεπτυγμένος στo Ηνωμένο Βασίλειο , σε σχέση με τη Γαλλία ή τη Γερμανία. Έτσι, με το σύνθημα «Θέλω τα λεφτά μου πίσω» (“I want my money back”), η «Σιδηρά Κυρία» κατάφερε να κερδίσει σημαντικές εκπτώσεις στις βρετανικές εισφορές προς την ΕΟΚ. Από τότε η Θάτσερ αναδείχθηκε υπέρμαχος της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς πριν αντιδράσει και πάλι έντονα στην ιδέα της νομισματικής ένωσης και έρθει αντιμέτωπη με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ και τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Η συμβίωση με την ΕΟΚ δεν ήταν ευκολότερη για τον Τζόν Μέτζορ που διαδέχθηκε την Μάργαρετ Θάτσερ στην εξουσία. Η έξοδος της Βρετανίας από τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM) το φθινόπωρο του 1992 ήταν μια απόφαση για την οποία ο φιλοευρωπαϊστής Μέιτζορ έκτοτε έχει μετανιώσει. Στις αρχές του ιδίου έτους, τον Φεβρουάριο, είχε προηγηθεί η υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Στις διαπραγματεύσεις εκείνες που έγιναν στην αρχαιότερη πόλη της Ολλανδίας, η Βρετανία επωφελήθηκε μιας ρήτρας εξαίρεσης (opt-out) που της επέτρεψε να μην ενταχθεί στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Στις 23 Ιουλίου του 1993 ο πρωθυπουργός και ηγέτης του Συντηρητικού κόμματος Τζον Μέιτζορ απόσπασε από το βρετανικό κοινοβούλιο την επικύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ αφού πρώτα απείλησε να παραιτηθεί. Την ίδια ημέρα ο Μέιτζορ χαρακτηρίζει «κόπανους» τρεις από τους ευρωσκεπτικιστές υπουργούς του.

O φιλοευρωπαϊστής Τόνι Μπλέρ

Το 1997, μετά από 18 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τους Τόρις , οι Βρετανοί ψηφοφόροι φέρνουν στην εξουσία το Εργατικό κόμμα και τον φιλοευρωπαίο Τόνι Μπλερ στη Ντάουνινγκ Στριτ. Το δεξί χέρι όμως στην κυβένηση, ο υπουργός των Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λίγους μήνες μετά την άνοδο των Εργατικών στην εξουσία, και αφού το Λονδίνο είχε απορρίψει την ιδέα του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, μια νέα διαφωνία προέκυψε μεταξύ της Βρετανίας και των εταίρων της εξαιτίας της απαίτησης που είχαν οι Βρετανοί να παρευρίσκονται στα συμβούλια των υπουργών των Οικονομικών των χωρών της ΕΕ που είχαν αποδεχθεί το ευρώ.

Σε ένα από τα Συμβούλια Κορυφής στο Λουξεμβούργο – όπως επισημαίνει ο Τόμπι Χελμ στον Observer (26/01) – ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ είχε εξοργισθεί τόσο πολύ με τη στάση του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ που αναγκάσθηκε να του τονίσει ότι – «θα έπρεπε να μάθετε να σκύβετε το κεφάλι σας τρεις φορές μπροστά στη γαλλική σημαία πριν θελήσετε οι απόψεις σας να γίνονται αποδεκτές από την ΕΕ». Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν όταν η ηγεσία της ΕΕ αντιλήφθηκε ότι o Βρετανός υπουργός των Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν με τη βοήθεια του συμβούλου του Εντ Μπολς είχε επινοήσει ένα σχέδιο πέντε σημείων που ουσιαστικά απέκλειε την ένταξη της Βρετανίας στη ζώνη του ευρώ. Επιπλέον στις 2 Οκτωβρίου 1997, στην υπογραφή του Συμφώνου του Άμστερνταμ, το Λονδίνο κατόρθωσε να βάλει μια παράγραφο εξαίρεσης μέσα στο κεφάλαιο για τη Σένγκεν. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπήκε ποτέ στη Συμφωνία της Σένγκεν.

Το μοιραίο λάθος: Ο Κάμερον υπόσχεται δημοψήφισμα

Μετά τη δύσκολη πρωθυπουργία του Γκόρντον Μπράουν, αναλαμβάνει τη σκυτάλη της διακυβέρνησης ο Ντέϊβιντ Κάμερον που είχε διεκδικήσει την ηγεσία του Συντηρητικού κόμματος προβάλλοντας τον εαυτό του ως ευρωσκεπτικιστή και με την υπόσχεση ότι θα απέσυρε τους Τόρις από την κεντροδεξιά πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την κοινοβουλευτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Το 2013 ο Κάμερον δεσμεύεται να αρχίσει διαβουλεύσεις με την ΕΕ σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την ευρωσκεπτικιστική πτέρυγα του Συντηρητικού κόμματος και να αναχαιτίσει την άνοδο του ευρωφοβικού και αντιμεταναστευτικού κόμματος Ukip του Νάιτζελ Φάρατζ. Στις 23 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς, ο ηγέτης των Τόρις σε μια ομιλία του υπόσχεται δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας του στην ΕΕ , αν το Συντηρητικό κόμμα κέρδιζε τις εκλογές του 2015.

Στις 7 Μαΐου, 2015, οι Συντηρητικοί κερδίζουν στις βουλευτικές εκλογές οριακά την απόλυτη πλειοψηφία και ακριβώς πριν από τα Χριστούγεννα υιοθετείται η νομοθεσία που προέβλεπε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος πριν από το τέλος του 2017. Η αντίστροφη μέτρηση για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ είχε αρχίσει. Ο Κάμερον στις Βρυξέλλες αποτυγχάνει να εξασφαλίσει τις παραχωρήσεις που η Βρετανία επεδίωκε από την ΕΕ με αποτέλεσμα οι ευρωσκεπτικιστές του κόμματος του όπως ο σημερινός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον να αρχίσουν μια συστηματική εκστρατεία για την «αποδέσμευση» της χώρας από τα «δεσμά» των Βρυξελλών. Οι εξελίξεις που επακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστές και αποτελούν πλέον παρελθόν. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία ότι ο Κάμερον είναι αυτός που άνοιξε την πόρτα στον Βρετανικό λαό για να πει το “μεγάλο αντίο” στην ΕΕ στις 26 Ιουνίου του 2016. Αυτό τουλάχιστον πιστεύουν πολλοί στις Βρυξέλλες.

«Σε μια κρίσιμη περίοδο όταν η Βρετανία είχε ανάγκη από μια στιβαρή ηγεσία , το πολιτικό προσωπικό αποδείχθηκε κατώτερο των προκλήσεων που αντιμετώπιζε η χώρα. Ο Κάμερον ήταν ένας δειλός πρωθυπουργός χωρίς να έχει το ανάστημα και την πολιτική ικανότητα που επέδειξε ο Τζον Μέιτζορ όταν υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τους αντιευρωπαϊστές του κόμματος του», ανέφερε στον Τόμπι Χελμ του Observer (26/01) ο Γερμανός βουλευτής Νόρμπερτ Ρέτγκεν (Norbert Röttgen) που ηγείται της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου. «Από την άλλη μεριά», παραδέχθηκε ο Ρέτγκεν, «η ΕΕ υποτίμησε τη σοβαρότητα της κατάστασης και δεν παρείχε στον Κάμερον κανένα όπλο για να δώσει τη μάχη του δημοψηφίσματος. Για να είμαστε όμως ειλικρινείς αυτό δεν θα ήταν εύκολο , εάν λάβουμε υπόψη μας όλες τις αυτοεξαιρέσεις (opt-outs) που έχαιρε η Βρετανία. Το γεγονός όμως ότι η ΕΕ δεν προσπάθησε να ικανοποιήσει εν μέρει τον Βρετανό πρωθυπουργό στις συνομιλίες που είχε στις Βρυξέλλες ήταν λάθος».

Βύρων Καρύδης

Print Friendly, PDF & Email



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *