Η μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, το μακροβιότερο και χαρακτηριστικότερο μουσικό σύνολο του είδους του στην Ελλάδα, θα εμφανιστεί στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος την Παρασκευή 26 Οκτωβρίου (20.30).
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει έργα κορυφαίων μουσουργών της Επτανήσου που συνδέθηκαν με τη Φιλαρμονική, καθώς και έργα του σύγχρονου μπαντιστικού ρεπερτορίου. Η πλειονότητα των έργων θα παρουσιαστεί για πρώτη φορά στην Αθήνα.
Τη μουσική διεύθυνση έχει αναλάβει ο Σπύρος Προσωπάρης και σολίστ είναι ο Μάριος Μουζακίτης (μέλος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Μάλτας με μεταπτυχιακές σπουδές στο Βερολίνο) και ο Νίκος Μεταλληνός (καθηγητής κρουστών και μέλος σημαντικών ελληνικών μουσικών συνόλων), αμφότεροι πολυβραβευμένοι και με συνεχή συναυλιακή παρουσία εντός και εκτός Ελλάδος.
Το πρώτο μέρος της συναυλίας είναι αφιερωμένο σε σημαίνοντες Κερκυραίους μουσουργούς που όρισαν την πορεία της ιστορικής Φιλαρμονικής: στον Νικόλαο Μάντζαρο με αποσπάσματα από την αρχική μελοποίηση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», στον Δομένικο Παδοβά με την Εισαγωγή από την όπερα «Δίρκη» του 1857, στον εκ των ιδρυτών της και συνθέτη της πρώτης ελληνικής όπερας «Ο υποψήφιος βουλευτής», Σπυρίδωνα Ξύνδα και στον επίτιμο καλλιτεχνικό διευθυντή της Σπύρο Σαμάρα, με τον «Χορό των Ξωτικών» από την όπερα «Φλόρα Μιράμπιλις».
Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στην τωρινή δυναμική της ορχήστρας πνευστών της Φιλαρμονικής. Περιλαμβάνει πρωτότυπα έργα για μπάντα, καθώς και διασκευασμένα αποσπάσματα πασίγνωστων έργων του κλασικού ρεπερτορίου, όπως η «Φανταστική Συμφωνία» του Μπερλιόζ και η «4η Συμφωνία» του Τσαϊκόφσκι.
H Φιλαρμονική Εταιρεία Κέρκυρας (γνωστή και ως «Παλαιά Φιλαρμονική») ιδρύθηκε επισήμως στις 12 Σεπτεμβρίου 1840 και είναι ο παλαιότερος μουσικο-εκπαιδευτικός οργανισμός στην Ελλάδα.
Σήμερα αποτελείται από 300 μουσικούς, συνεχίζοντας μια αδιάκοπη παράδοση σχεδόν διακοσίων ετών, με δυναμική ματιά προς το μέλλον.
Ο αρχικός σκοπός των ιδρυτών της ήταν η δημιουργία μιας πλήρους μουσικής ακαδημίας, παρόμοιας με εκείνες της γειτονικής Ιταλίας. Στο πλαίσιό της μπορούσε κανείς να καταρτιστεί μουσικά τόσο σε πρακτικό επίπεδο (έγχορδα και πνευστά όργανα, πιάνο, φωνητική μουσική) όσο και σε θεωρητικό (από βασικά θεωρητικά μέχρι μουσική σύνθεση και αισθητική).
Οι ιδρυτές της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας κατανοούσαν πλήρως τις παραπάνω αδυναμίες και -με αφορμή την άρνηση της βρετανικής διοίκησης να επιτρέψει από τον Αύγουστο του 1837 τη συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετές του νησιού τιμητικού στρατιωτικού αγήματος και μπάντας- ξεκίνησαν την οργάνωση ενός πρότυπου μουσικού οργανισμού.
Στο πλαίσιο του μπορούσε κανείς να καταρτιστεί μουσικά τόσο σε πρακτικό επίπεδο (έγχορδα και πνευστά όργανα, πιάνο, φωνητική μουσική) όσο και σε θεωρητικό (από βασικά θεωρητικά μέχρι μουσική σύνθεση και αισθητική). Όλα τα παραπάνω προσφέρονταν στους μαθητές της Φιλαρμονικής εντελώς δωρεάν από πλήρως καταρτισμένους δασκάλους. Ο μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας του ιδρύματος παράλληλα με το επίπεδο της εκπαίδευσης άλλαξαν τα δεδομένα της μουσικής παιδείας σε τοπικό επίπεδο.
Κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τα χρόνια του Μεσοπολέμου την καλλιτεχνική ηγεσία του ιδρύματος είχαν κατά καιρούς μερικές από τις σημαντικότερες μορφές της μουσικής της νεώτερης Ελλάδας, όπως για παράδειγμα ο Νικόλαος Μάντζαρος (1795-1872), ο Δομένικος Παδοβάνης (1817-1892), ο Διονύσιος Ροδοθεάτος (1849-1892), ο Δημήτριος Ανδρώνης (1866-1918) και ο Σπυρίδων Δουκάκης (1886-1974). Όλοι οι παραπάνω κατάγονταν από την Κέρκυρα και είχαν σημαντικές σπουδές στην Ιταλία ή στη Γερμανία.
Πολλοί από τους μουσικούς της Φιλαρμονικής σταδιοδρόμησαν (και σταδιοδρομούν) ως συνθέτες, σολίστες, μουσικοί ορχηστρών και στρατιωτικών μουσικών σωμάτων και αρχιμουσικοί, και συνεισέφεραν με τον τρόπο τους στη διαμόρφωση της έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα του 19ου και του 20ού αιώνα.
Παρά τις ποικίλες δραστηριότητες της Φιλαρμονικής, το λαοφιλέστερο από τα μουσικά σχήματά της παραμένει η μπάντα. Πρωτοεμφανίστηκε τον Αύγουστο του 1841 και υπήρξε εξαρχής το δημοφιλέστερο μουσικό συνολό της. Αυτή πρωτοαπέδωσε τον Ελληνικό Εθνικό Ύμνο το 1864 και αυτή παιάνισε κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 τον «Ολυμπιακό Ύμνο». Αλλά και η εκπαιδευτική σημασία της μπάντας συνεχίζει να είναι σημαντική.
Ακόμη και σήμερα εκατοντάδες μαθητές έρχονται σε πρώτη επαφή με τη μουσική μέσα από τη δωρεάν διδασκαλία των πνευστών και κρουστών οργάνων. Μερικοί μάλιστα ανακαλύπτουν και το μουσικό τους ταλέντο, γεγονός που τους οδηγεί να ακολουθήσουν τελικά επαγγελματική καριέρα στη μουσική.