Ένας στους τρεις αλλοδαπούς δεν έχει τη δυνατότητα να επανενωθεί με τον/την σύζυγο του/της στη Γερμανία διότι δεν καταφέρνει να περάσει τις εξετάσεις βασικών γνώσεων Γερμανικών.
Όσοι αλλοδαποί επιθυμούν να επανενωθούν με τους/τις συζύγους τους που βρίσκονται στη Γερμανία είναι υποχρεωμένοι να δώσουν εξετάσεις γλωσσικής επάρκειας στα Γερμανικά στη χώρας τους.
Οι εξαιρέσεις του κανόνα
Ο κανονισμός αυτός δεν ισχύει για πολίτες κρατών-μελών της ΕΕ, Αμερικανούς, Ισραηλινούς, άτομα υψηλής εξειδίκευσης και αιτούντες άσυλο που έχουν λάβει θετική απάντηση.
Σύμφωνα με δεδομένα που χορήγησε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της Αριστεράς και περιήλθαν στην κατοχή του ομίλου ΜΜΕ Funke, πέρυσι, 16.200 από τους συνολικά 48.130 που έδωσαν εξετάσεις βασικών γνώσεων δεν πέρασαν.
Οι Ιρακινοί πρωταθλητές στην αποτυχία
Πολλοί αιτούντες προέρχονται από την Τουρκία, την Ρωσία, τη Βόρεια Μακεδονία, το Κόσοβο, την Ταϊλάνδη, Βιετνάμ και το Ιράκ. Το ποσοστό αποτυχίας των Ιρακινών είναι το πιο υψηλό, σχεδόν 50%.
Ως “βασικές γλωσσικές δεξιότητες” ορίζεται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες (BAMF) η ικανότητα να κατανοεί κάποιος απλές προτάσεις, να συστήνεται, να πηγαίνει για ψώνια, να ζητά οδηγίες και να συμπληρώνει αιτήσεις σε δημόσιες υπηρεσίες.
Η κριτική της Αριστεράς
Η Αριστερά άσκησε κριτική στους κανονισμούς για την επανένωση συζύγων, αποκαλώντας τους “παντελώς μη ρεαλιστικούς”. “Οι εξετάσεις γνώσεων γερμανικής γλώσσας χρησιμεύει μόνο στο να κρατά τα μέλη οικογενειών χώρια για πολλά χρόνια. Η εκμάθηση της γλώσσας στην Γερμανία είναι πολύ ευκολότερη, φθηνότερη και λιγότερο κοπιώδης”, δήλωσε η Γκιουκάι Ακμπουλούτ, βουλετής του κόμματος.
Η απάντηση της κυβέρνησης
Η επίτροπος ενσωμάτωσης της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και μέλος της Ένωσης Χριστιανοδημοκρατών, Ανέτε Βίντμαν-Μάουτς, υπερασπίστηκε τους κανονισμούς. “Οι αλλοδαποί πρέπει να έχουν βασικές γλωσσικές ικανότητες όταν φθάνουν στη Γερμανία, ώστε να μπορούν να είναι αυτόνομοι από την πρώτη κιόλας ημέρα και να μπορούν να ενσωματωθούν στην κοινωνία το ταχύτερο δυνατό”.
Δομίνα Διαμαντοπούλου